- ζύγιση
- η [ζυγίζω]βλ. ζύγισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζύγιση — η ζύγισμα: Χρειάστηκαν πολλές προσεχτικές ζυγίσεις, για να βρεθεί με ακρίβεια το βάρος αυτού του νομίσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… … Dictionary of Greek
ζυγιστής — ο 1. αυτός που ζυγίζει, που κάνει τη ζύγιση. 2. αυτός που έχει τη ζύγιση ως επάγγελμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρεφοζυγός — ο ζυγαριά για ζύγιση βρεφών … Dictionary of Greek
γεφυροπλάστιγγα — η μεγάλη πλάστιγγα που χρησιμοποιείται για τη γρήγορη ζύγιση τού φορτίου μεγάλων οχημάτων … Dictionary of Greek
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
ζυγιστής — και ζυγιαστής, ο [ζυγίζω] 1. αυτός που ζυγίζει 2. αυτός που έχει ως επάγγελμα (ως υπηρεσία) τη ζύγιση και γενικά τον έλεγχο τών εμπορευμάτων που ζυγίζονται στο τελωνείο … Dictionary of Greek
ζυγιστικά — τα [ζυγιστής] τα τέλη που καταβάλλονται για τη ζύγιση, η αμοιβή τού ζυγιστή … Dictionary of Greek
ζυγοκρούστης — ζυγοκρούστης, ὁ (Α) αυτός που εξαπατά κατά τη ζύγιση είτε χρησιμοποιώντας ψεύτικα σταθμά είτε με κρυφή κρούση, δηλ. ώθηση τού ζυγοβραχίονα με το δάκτυλο είτε με άλλο χειρισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + κρούστης (< κρούω), πρβλ. κωδωνο κρούστης,… … Dictionary of Greek
ζυγοστάθμιση — Εργασία που πραγματοποιείται πάνω σε περιστρεφόμενους άξονες προς αποφυγή της καταπόνησης του άξονα από τη φυγόκεντρο δύναμη. Η καταπόνηση προέρχεται από τη διαταραχή της ισορροπίας του βάρους του περιστρεφόμενου σώματος ως προς τον άξονα… … Dictionary of Greek